άτμητος

άτμητος
ἄτμητος, -ον (AM) [τέμνω]
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί
2. αδιαίρετος
αρχ.
1. (για περιοχή ή κτήματα) εκείνος που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με κόψιμο των δέντρων του από τους εχθρούς
2. (για ορυχείο, μεταλλείο κ.λπ.) που δεν έχει σκαφτεί
3. (για ζώο) μη ευνουχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄτμητος — not carved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτως — ἄτμητος not carved adverbial ἄτμητος not carved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτμητον — ἄτμητος not carved masc/fem acc sg ἄτμητος not carved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτοιο — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτοις — ἄτμητος not carved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτου — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτους — ἄτμητος not carved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτων — ἄτμητος not carved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτμήτῳ — ἄτμητος not carved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτμητα — ἄτμητος not carved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”