- άτμητος
- ἄτμητος, -ον (AM) [τέμνω]1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κοπεί2. αδιαίρετοςαρχ.1. (για περιοχή ή κτήματα) εκείνος που δεν έχει λεηλατηθεί και καταστραφεί με κόψιμο των δέντρων του από τους εχθρούς2. (για ορυχείο, μεταλλείο κ.λπ.) που δεν έχει σκαφτεί3. (για ζώο) μη ευνουχισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.